ἀποκρυφῆς

ἀποκρυφῆς
ἀποκρυφή
hiding-place
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ροδόσταυροι — οι, Ν μέλη μιας παγκόσμιας αδελφότητας τα οποία πιστεύουν ότι είναι κάτοχοι και κληρονόμοι τής αρχαίας εσωτερικής απόκρυφης σοφίας …   Dictionary of Greek

  • ακουσματικός — ἀκουσματικός, ή, ὸν (AM) [ἄκουσμα] 1. ο πρόθυμος να ακούει 2. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἀκουσματικοί οι δόκιμοι μαθητές τής σχολής τού Πυθαγόρα, οι ακροατές τής απόκρυφης διδασκαλίας του …   Dictionary of Greek

  • Αγαθοδαίμων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πανάρχαιος αναμορφωτής και αρχηγός θρησκείας, ιδρυτής μυστηρίων,δηλαδή απόκρυφης λατρείας. Τον θεωρούν ιστορικό πρόσωπο μόνο οι αποκρυφιστές, ενώ οι κριτικοί τον ταυτίζουν με τον θεό Αγαθοδαίμονα της μυθολογίας (βλ …   Dictionary of Greek

  • Αλαμάννος, Νικόλαος — (1583 – 1626). Έλληνας λόγιος που έζησε στην Ιταλία. Αναφέρεται και ως Αλεμάννος. Καταγόταν από την Άνδρο. Παρακολούθησε μαθήματα λατινικής και ελληνικής φιλολογίας στο Ελληνικό Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης (1592). Χειροτονήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”